- χιλιοπλασίων
- χιλιοπλάσιοςfem gen plχιλιοπλάσιοςmasc/neut gen plχιλιοπλασίωνmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χιλιοπλασίων — άσιον, Α χιλιοπλάσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλιοπλάσιος + κατάλ. ίων τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. μυριο πλασ ίων)] … Dictionary of Greek
χιλιοπλάσιον — χιλιοπλάσιος masc acc sg χιλιοπλάσιος neut nom/voc/acc sg χιλιοπλασίων masc/fem voc sg χιλιοπλασίων neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)